διπενθημιμερικός

διπηχυαῖος

δίπηχυς
διπηχυαῖος, α, ον [] c. le suiv. Diosc. 1, 27 ; Sext. M. 8, 459, etc. ; διπηχυαῖον (ὀξυϐελές) Phil. byz. catapulte à flèches de deux coudées = 0,924 m.
Étym. δίπηχυς.