δισσυλλαϐέω

δισσυλλαϐία

δισσύλλαϐος
δισσυλλαϐία ou δισυλλαϐία, ας () nature dissyllabique d’un mot, Drac. 39, 9 ; 130, 29.
Étym. δισσύλλαϐος.