δισσυλλαϐία

δισσύλλαϐος

δισσυλλάϐως
δισ·σύλλαϐος ou δι·σύλλαϐος, ος, ον, dissyllabique, DH. Comp. 7, 62, 4 Reiske ; Luc. Gall. 29, Bis acc. 22 ; etc.
Étym. δίς, συλλαϐή.