διστάσιος

δίστεγος

διστιχία
δί·στεγος, ος, ον :
1 à deux étages (litt. à deux toits) Str. 730 ; Geop. 8, 25 ; Zos. 2, 30, 10 ||
2 à deux chambres (au même étage) Jos. B.J. 5, 5, 4.
Étym. δίς, στέγη.