διθυραμϐικῶς

διθυραμϐιστής

διθυραμϐογενής
διθυραμϐιστής, οῦ () [ῑῠ] poète dithyrambique, Nyss. 2, 332a.
Étym. *διθυραμϐίζω, de διθύραμϐος.