Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διθυραμϐιστής
διθυραμϐογενής
διθυραμϐοδιδάσκαλος
διθυραμϐο·γενής,
έος-οῦς
[
ῑῠ
]
adj.
né deux fois,
ép. de Dionysos,
(
v.
διθύραμϐος
)
Anth.
9, 524
.
Étym.
διθύραμϐος, γένος
.