διθυραμϐοποιητική

διθυραμϐοποιός

διθύραμϐος
διθυραμϐο·ποιός, οῦ () [ῑῠ] poète dithyrambique, Arstt. Rhet. 3, 3, 3 ; 3, 12, 2 ; DS. 15, 6 ; Plut. M. 952f ; Ath. 341a.
Étym. δ. ποιέω.