Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διθυραμϐοδιδάσκαλος
διθυραμϐοποιητική
διθυραμϐοποιός
διθυραμϐο·ποιητική,
ῆς
(
ἡ
) [
ῑῠ
]
s. e.
τέχνη,
art du poète dithyrambique,
Arstt.
Poet.
1, 2
.
Étym.
δ. ποιητικός
.