διθυραμϐοδιδάσκαλος

διθυραμϐοποιητική

διθυραμϐοποιός
διθυραμϐο·ποιητική, ῆς () [ῑῠ] s. e. τέχνη, art du poète dithyrambique, Arstt. Poet. 1, 2.
Étym. δ. ποιητικός.