Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
διθυραμϐοχώνη
διθυραμϐώδης
διθυραμϐωδῶς
διθυραμϐώδης,
ης, ες
[
ῑῠ
] dithyrambique,
d’où
pompeux,
Plat.
Crat.
409
c
;
DH.
Din.
8,
Dem.
29 ;
etc.
Étym.
διθύραμϐος, -ωδης
.