διυϐρίζω

διυγιαίνω

διυγραίνω
δι·υγιαίνω (inf. ao. -ᾶναι) [] être constamment bien portant, Plut. M. 135c conj. ; Jambl. V. Pyth. 220 et 456.
Étym. διά, ὑγιαίνω.