διυπνίζω

διυφαίνω

διυφή
δι·υφαίνω [] tresser, tisser, entrelacer, Gal. 4, 521 (prés.) ; Luc. V.H. 1, 15 (inf. ao. διυφῆναι) ; El. N.A. 9, 17 (part. pf. pass. διυφασμένα).
Étym. διά, ὑ.