διζυγία

δίζυξ

δίζω
δί·ζυξ, -ζυγος (ὁ, ἡ) [ῠγ]
1 attelé à deux, Il. 5, 195 ; 10, 473 ||
2 double, Anth. 4, 3, 86 ; Nonn. D. 22, 352.
Étym. δίς, ζεύγνυμι.