δνόφος

δνοφώδης

δοάζω
δνοφώδης, ης, ες, sombre, obscur, Hpc. 308, 22 ; Eur. Tr. 79 ||
E Postér. γνοφώδης, Plut. M. 949a, Geop. 1, 12, 18 et 25.
Étym. δνόφος et γνόφος, -ωδης.