δοκιμαστής

δοκιμαστικός

δοκιμαστικῶς
δοκιμαστικός, ή, όν [κῐ] apte à examiner, à contrôler, Arr. Epict. 1, 1, 1, etc. ; Nicom. Theol. 52 ; Sext. 203 Bkk.
Étym. δοκιμάζω.