δοκιμαστήριον

δοκιμαστής

δοκιμαστικός
δοκιμαστής, οῦ () []
1 examinateur, contrôleur, juge, Lys. 176, 42 ; Plat. Leg. 802b ; Dém. 1167, 20 ; Eschn. 47, 30, etc. ||
2 approbateur, Dém. 566, 17 ; joint à ἐπαινέται, DC. 38, 4.
Étym. δοκιμάζω.