δοκιμαστήρ

δοκιμαστήριον

δοκιμαστής
δοκιμαστήριον, ου (τὸ) [] moyen d’éprouver, d’essayer, Arr. Epict. 3, 6, 10 ; Artém. 341 Reiff ; Lib. 3, 35, etc.
Étym. δοκιμαστήρ.