δολιχοδρομέω-ῶ

δολιχοδρόμος

δολιχόεις
δολιχο·δρόμος, ος, ον [] qui fournit la course du long stade, Xén. Conv. 2, 17 ; Plat. Leg. 822b ; Prot. 335e.
Étym. δόλιχος, δραμεῖν.