δολιχόδειρος

δολιχοδρομέω-ῶ

δολιχοδρόμος
δολιχοδρομέω-ῶ (part. ao. -δρομήσαντα) [] fournir la course du long stade, Eschn. 66, 32.
Étym. δολιχοδρόμος.