δολιότης

δολιόφρων

δολιόω-ῶ
δολιό·φρων, ων, ον, gén. ονος, à l’esprit perfide, fourbe, rusé, Eschl. Ch. 947 ; Eur. I.A. 1301.
Étym. δόλιος, φρήν.