δολόμητις

δολομήχανος

δολόμυθος
δολο·μήχανος, ος, ον [] qui machine des ruses, des fourberies, Sim. fr. 43 ||
E Dor. δολομάχανος [ᾱᾰ] Thcr. Idyl. 30, 26.
Étym. δόλος, μηχανή.