δολομήχανος

δολόμυθος

Δόλοπες
δολό·μυθος, ος, ον [] aux paroles perfides, Soph. Tr. 840 (ms. mais incorr. ; conj. δολιόμυθα, ὀλόεντα, δολοφόνα ou δολοπλόκα).
Étym. δόλος, μῦθος.