Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δολοπλόκος
δολοποιός
δολορραφέω-ῶ
δολο·ποιός,
ός, όν,
qui fabrique des ruses,
Soph.
Tr.
832
.
Étym.
δόλος, ποιέω
.