δορά

δοράτιον

δορατισμός
δοράτιον, ου (τὸ) [] javeline, Thc. 4, 34 ; Plut. M. 184b ; Luc. Zeux. 10 ||
E ion. δουράτιον, Hdt. 1, 34.
Étym. δορατ-, th. de δόρυ.