Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δορίκτητος
δορίκτυπος
δορίληπτος
δορί·κτυπος,
ος, ον
[
ῠ
] qui résonne du bruit des lances,
Pd.
N.
3, 103 ;
7, 13
.
Étym.
δόρυ, κτυπέω
.