δορίκτυπος

δορίληπτος

δοριλύμαντος
δορί·ληπτος, ος, ον [] conquis à la pointe de la lance, Soph. Aj. 146 ; Man. 4, 258 ||
E Ion. δουρίληπτος, Eschl. Sept. 278, conj. ; Soph. Aj. 894.
Étym. δόρυ, λαμϐάνω.