Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δορίληπτος
δοριλύμαντος
δοριμανής
δορι·λύμαντος,
ος, ον
[
ῐῡ
] dévasté par les lances,
Eschl.
fr. 128
.
Étym.
δόρυ, λυμαίνω
.