δορίτολμος

δορκάδειος

δορκαδίζω
δορκάδειος, α, ον [ᾰδ] de chevreuil, Pol. 26, 10, 9 ; A. Tr. 523 ||
E δορκάδεοι, CIA. 2, 766, 23 (après 341 av. J.-C.).
Étym. δορκάς.