δουριάλωτος

δουρικλειτός

δουρικλυτός
δουρι·κλειτός, οῦ, adj. m. fameux par sa lance, c. à d. dans les combats, Il. 5, 55, 578 ; Od. 15, 52.
Étym. δόρυ, κλειτός.