δουρικλειτός

δουρικλυτός

δουρικμής
δουρι·κλυτός, οῦ [ῐῠ] c. le préc. Il. 2, 645 ; Od. 15, 544, etc. ; Archil. (Plut. Thes. 5) ; Eschl. Pers. 85 (accentué δουρικλύτοις).
Étym. δόρυ, κλυτός.