Δρακοντιάδης

δρακοντίας

δρακοντίασις
δρακοντίας, ου [ᾰκ] adj. m. de dragon : δ. πυρός, Th. H.P. 3, 21, 2, sorte de blé ; δ. σικυός, Ath. 74b, sorte de concombre.
Étym. δράκων.
δρακοντίας, αδος [ᾰκ] adj. f. δ. πελειάς () sorte de pigeon, Nic. (Ath. 395c).
Étym. δράκων.