δρακοντίας

δρακοντίασις

Δρακοντίδης
δρακοντίασις, εως () [ᾰᾰ] dracontiasis, sorte de maladie, Gal. 2, 393.
Étym. *δρακοντιάζω, de δράκων ; cf. ἐλεφαντίασις.