Δρακόντιος

δρακοντίς

δρακοντόϐοτος
δρακοντίς, ίδος () []
1 sorte d’oiseau, A. Lib. 9 ||
2 plur. αἱ δρακοντίδες, grosses veines partant du cœur, Ruf. Part. corp. 42.
Étym. δράκων.