Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δρακοντίς
δρακοντόϐοτος
δρακοντοέθειρα
δρακοντό·ϐοτος,
ος, ον
[
ᾰ
] qui nourrit des dragons,
Nonn.
D.
4, 356
.
Étym.
δράκων, βόσκω
.