Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δρακοντόμορφος
δρακοντόπους
δρακοντοφόνος
δρακοντό·πους,
gén.
-ποδος
(
ὁ, ἡ
) [
ᾰ
] aux pieds de dragon,
Naz.
1, 653 Migne
.
Étym.
δράκων, πούς
.