δρακοντώδης

δράκος

Δράκυλλος
δράκος, εος-ους (τὸ) [] seul. dat. plur. δρακέεσσι, œil, Nic. Al. 481 ; Spt. 3 Macc. 5, 2.
Étym. R. indo-europ. *drḱ-, regarder ; cf. δέρκομαι.