δραμάτιον

δραματοποιέω-ῶ

δραματοποιΐα
δραματοποιέω-ῶ [ᾱᾰ] (part. ao. -ήσας) exposer d’une manière dramatique, acc. Arstt. Poet. 4, 12.
Étym. δραματοποιός.