Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δραματοποιέω-ῶ
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματοποιΐα,
ας
(
ἡ
) [
ᾱᾰ
] composition
ou
représentation d’une pièce de théâtre,
Phil.
2, 597
.
Étym.
δραματοποιός
.