δραματοποιός

δραματουργέω-ῶ

δραματουργία
δραματουργέω-ῶ [ᾱᾰ]
1 composer une pièce de théâtre, Alciphr. 2, 3 ||
2 exposer d’une manière dramatique, acc. Ath. 1f.
Étym. δραματουργός.