Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δραματοποιΐα
δραματοποιός
δραματουργέω-ῶ
δραματο·ποιός,
οῦ
(
ὁ
) [
ᾱᾰ
] auteur dramatique,
Luc.
Philopatr.
13
.
Étym.
δρᾶμα, ποιέω
.