δράστης

δραστικός

δρᾶστις
δραστικός, ή, όν, c. δραστήριος ; en parl. de pers. Plut. Cor. 21 ; en parl. de choses, Plat. Leg. 815a ; Geop. 13, 14, 5 ||
Sup. -ώτατος, Diosc. 1, 18.
Étym. δράω.