δραστηρίως

δράστης

δραστικός
*δράστης, seul. ion. δρήστης, ου ()
1 qui agit, Archil. 67 ||
2 énergique, Man. 5, 85.
Étym. δράω.
δράστης, ου () esclave fugitif, Sib. 4, 520 ; d’où mauvais esclave, Pd. P. 4, 511 (nomin. sg. dor. δράστας).
Étym. *διδράσκω.