δρομάς

δρομάω

δρομεύς
*δρομάω (seul. impf. itér. 3 sg. δρομάασκε, Hés. fr. 221, 2 Göttling, et pf. δεδρόμηκα, Babr. 60) courir.
Étym. δρόμος.