δροσοϐολέω-ῶ

δροσοϐόλος

δροσοειδῶς
δροσο·ϐόλος, ος, ον, qui répand de la rosée, Th. C.P. 3, 24, 4 ; 6, 18, 3 ; Plut. M. 917f.
Étym. δρόσος, βάλλω.