δροσοϐόλος

δροσοειδῶς

δροσοείμων
δροσο·ειδῶς, adv. comme de la rosée, Gal. 15, 232 ; Bas. 1, 173 Migne ; Nyss. 1, 312 Migne.
Étym. δρόσος, εἶδος.