δρυογόνος

δρυόεις

δρυοκοίτης
δρυόεις, όεσσα, όεν [] rempli de chênes, Str. 626 ; Nonn. D. 5, 60 ; 21, 336, etc.
Étym. δρῦς, cf. Δρυοῦσσα.