Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δρυοκολάπτης
δρυοκόπος
δρυοπαγής
δρυο·κόπος,
ου
(
ὁ
)
c. le préc.
Arstt.
P.A.
3, 1, 15
.
Étym.
δρῦς, κόπτω
.