δρυοκοίτης

δρυοκολάπτης

δρυοκόπος
δρυο·κολάπτης, ου () pivert, oiseau (litt. qui entaille ou becquète les chênes) Arstt. H.A. 8, 3 ; 9, 9 ; Th. H.P. 9, 8, 6 ; El. N.A. 1, 45 = lat. picus, DH. 1, 14.
Étym. δρῦς, κολάπτω.