δυναμοδύναμις

δυναμοδυναμοστός

δυναμόκυϐος
δυναμοδυναμοστός, ή, όν [ῠᾰῠᾰ] élevé à la 4e puissance, Dioph. 3, etc.
Étym. *δυναμοδυναμόζω de δυναμοδύναμις.