δυναμοδυναμοστός

δυναμόκυϐος

δυναμοκυϐοστός
δυναμό·κυϐος, ου () [ῠᾰῠ] carré multiplié par un cube (5e puissance) Dioph. 2.
Étym. δύναμις, κύϐος.