δυναμόκυϐος

δυναμοκυϐοστός

δυναμοστός
δυναμοκυϐοστός, ή, όν [ῠᾰῠ] élevé à la 5e puissance, Dioph. 3.
Étym. *δυναμοκυϐόζω de δυναμόκυϐος.